- Χαρακηνος
- Χαρακηνόςὁ уроженец или житель г. Χάραξ Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Ισίδωρος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Ι. (Καρθαγένη 560 – Σεβίλη 636). Επίσκοπος Σεβίλης (601 636) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Σεβίλης τον αδελφό του Λέανδρο.… … Dictionary of Greek